- ζέβρα
- Κοινή ονομασία διαφόρων αφρικανικών ιππιδίων. Το τρίχωμά τους χαρακτηρίζεται από πολυάριθμες μαύρες ραβδώσεις, που ξεχωρίζουν πάνω σε ανοιχτόχρωμο βάθος. Οι ζ. μοιάζουν εξωτερικά με τον γάιδαρο και το άλογο. Το ύψος τους, έως το ακρώμιο, ποικίλει από 1,25 έως 1,60 μ. Το κεφάλι τους έχει σχήμα παρεμφερές με του γαϊδάρου, ο λαιμός είναι κοντός και δυνατός και η κοιλιά ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Τα πόδια τους είναι σχετικά κοντά και η ουρά φέρει άφθονες τρίχες σχεδόν μόνο στην άκρη. Το πιο μεγαλόσωμο είδος είναι η ζ. η μεγαλοπρεπήςτου Grevy (Equus grevyi), που ζει στην Αιθιοπία και στη Σομαλία. Το μήκος της φτάνει τα 2,50 μ. χωρίς την ουρά. Η ζ. του Grant (Equus granti) είναι λίγο μικρότερη από την προηγούμενη και μοιάζει περισσότερο με άλογο. Ζει στις ισημερινές περιοχές της ανατολικής Αφρικής. Οι μαύρες ραβδώσεις του τριχώματός της είναι φαρδύτερες και λιγότερες από του προηγούμενου είδους. Η ζ. του Burchell (Equus burchelli) και η ζ. του Chapman (Equus chapmanni) μοιάζουν πολύ μεταξύ τους και ζουν στα βόρεια της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας και στη Ζιμπάμπουε, αντίστοιχα. Και τα δύο είδη χαρακτηρίζονται από τις λεπτές σκούρες ραβδώσεις που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις μαύρες. Άλλα δύο είδη είναι η Equus zebra και η Equus quagga· η δεύτερη έχει βάδισμα μικρού αλόγου και λιγότερες μαύρες ραβδώσεις από τις άλλες ζ.
Ζέβρες πίνουν νερό στο πάρκο της Κένυας.
Η ζέβρα του Τσάπμαν χαρακτηρίζεται από την πυκνότατη σκληρή χαίτη και την απουσία των σκούρων ραβδώσεων στο εσωτερικό και κάτω μέρος των ποδιών.
* * *η και ζέβρος, οζωολ. είδος περιττοδάκτυλου μηρυκαστικού ζώου τού γένους τών ιπποειδών, όναγρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. zebra < ισπανικό και πορτογαλικό zebro, zebra)].
Dictionary of Greek. 2013.